Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔζηλος
εὐζήτητος
εὐζοία
εὔζυγος
εὔζυμος
εὔζυξ
εὐζωέω
εὐζωΐα
εὔζωμον
εὐζωνία
ἐύζωνος
εὔζωνος
εὔζωος
εὔζωρος
εὔζωστος
εὐηγεσία
εὐηγεσίη
εὐηγορία
εὐήγορος
εὐήδονος
εὐήδυντος
View word page
ἐύζωνος
beautifully girdled

ShortDef

beautifully girdled

Debugging

Headword:
ἐύζωνος
Headword (normalized):
ἐύζωνος
Headword (normalized/stripped):
ευζωνος
IDX:
37078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37079
Key:

Data

{'content': 'beautifully girdled'}