Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐετηρία
εὐεύρετος
εὐέφικτος
εὐεφόδευτος
εὐέφοδος
εὐέψητος
εὐζηλία
εὔζηλος
εὐζήτητος
εὐζοία
εὔζυγος
εὔζυμος
εὔζυξ
εὐζωέω
εὐζωΐα
εὔζωμον
εὐζωνία
ἐύζωνος
εὔζωνος
εὔζωος
εὔζωρος
View word page
εὔζυγος
well-benched

ShortDef

well-benched

Debugging

Headword:
εὔζυγος
Headword (normalized):
εὔζυγος
Headword (normalized/stripped):
ευζυγος
IDX:
37071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37072
Key:

Data

{'content': 'well-benched'}