Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐεύρετος
εὐέφικτος
εὐεφόδευτος
εὐέφοδος
εὐέψητος
εὐζηλία
εὔζηλος
εὐζήτητος
εὐζοία
εὔζυγος
εὔζυμος
εὔζυξ
εὐζωέω
εὐζωΐα
View word page
εὐέφοδος
easy to come at, assailable, accessible
ShortDef
easy to come at, assailable, accessible
Debugging
Headword:
εὐέφοδος
Headword (normalized):
εὐέφοδος
Headword (normalized/stripped):
ευεφοδος
IDX:
37065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37066
Key:
Data
{'content': 'easy to come at, assailable, accessible'}