Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐεύρετος
εὐέφικτος
εὐεφόδευτος
εὐέφοδος
εὐέψητος
εὐζηλία
εὔζηλος
εὐζήτητος
εὐζοία
εὔζυγος
εὔζυμος
εὔζυξ
εὐζωέω
View word page
εὐεφόδευτος
easily approached

ShortDef

easily approached

Debugging

Headword:
εὐεφόδευτος
Headword (normalized):
εὐεφόδευτος
Headword (normalized/stripped):
ευεφοδευτος
IDX:
37064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37065
Key:

Data

{'content': 'easily approached'}