Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐεύρετος
εὐέφικτος
εὐεφόδευτος
εὐέφοδος
εὐέψητος
εὐζηλία
εὔζηλος
εὐζήτητος
εὐζοία
εὔζυγος
View word page
εὐετηρία
goodness of season, a good season
ShortDef
goodness of season, a good season
Debugging
Headword:
εὐετηρία
Headword (normalized):
εὐετηρία
Headword (normalized/stripped):
ευετηρια
IDX:
37061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37062
Key:
Data
{'content': 'goodness of season, a good season'}