Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλιλάτ
ἁλιμέδων
ἀλιμενία
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἄλιμος
ἅλιμος
ἁλιμυρήεις
ἁλιμυρής
ἁλιναιέτης
ἀλινδέω
ἀλινδήθρα
ἀλίνδησις
ἁλινήκτειρα
ἁλινηχής
ἅλινος
ἄλινος
ἄλιξ
ἁλίξαντος
ἁλιονείκης
Ἅλιος
View word page
ἀλινδέω
to make to roll

ShortDef

to make to roll

Debugging

Headword:
ἀλινδέω
Headword (normalized):
ἀλινδέω
Headword (normalized/stripped):
αλινδεω
IDX:
3705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3706
Key:

Data

{'content': 'to make to roll'}