Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐεύρετος
εὐέφικτος
εὐεφόδευτος
View word page
εὐερμέω
to be favoured by Hermes, to be fortunate

ShortDef

to be favoured by Hermes, to be fortunate

Debugging

Headword:
εὐερμέω
Headword (normalized):
εὐερμέω
Headword (normalized/stripped):
ευερμεω
IDX:
37054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37055
Key:

Data

{'content': 'to be favoured by Hermes, to be fortunate'}