Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐεύρετος
εὐέφικτος
View word page
εὐερκής
well-fenced, well-walled

ShortDef

well-fenced, well-walled

Debugging

Headword:
εὐερκής
Headword (normalized):
εὐερκής
Headword (normalized/stripped):
ευερκης
IDX:
37053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37054
Key:

Data

{'content': 'well-fenced, well-walled'}