Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
εὐετηρία
εὐεύρετος
View word page
εὐέρκεια
security
ShortDef
security
Debugging
Headword:
εὐέρκεια
Headword (normalized):
εὐέρκεια
Headword (normalized/stripped):
ευερκεια
IDX:
37052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37053
Key:
Data
{'content': 'security'}