Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
εὐέστιος
εὐεστότερος
εὐεστώ
View word page
εὐερέθιστος
easily excited, irritable

ShortDef

easily excited, irritable

Debugging

Headword:
εὐερέθιστος
Headword (normalized):
εὐερέθιστος
Headword (normalized/stripped):
ευερεθιστος
IDX:
37050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37051
Key:

Data

{'content': 'easily excited, irritable'}