Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεργέτας
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
εὐερωτητικός
View word page
εὐεργής
well-wrought, well-made

ShortDef

well-wrought, well-made

Debugging

Headword:
εὐεργής
Headword (normalized):
εὐεργής
Headword (normalized/stripped):
ευεργης
IDX:
37047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37048
Key:

Data

{'content': 'well-wrought, well-made'}