Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεργεσίη
εὐεργέτας
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
εὐερμία
εὐερνής
View word page
εὐεργέω
cultivate land well

ShortDef

cultivate land well

Debugging

Headword:
εὐεργέω
Headword (normalized):
εὐεργέω
Headword (normalized/stripped):
ευεργεω
IDX:
37046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37047
Key:

Data

{'content': 'cultivate land well'}