Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Εὐεργέσια
εὐεργεσία
εὐεργεσίη
εὐεργέτας
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
εὐερμέω
View word page
εὐεργετικός
productive of benefit, beneficent
ShortDef
productive of benefit, beneficent
Debugging
Headword:
εὐεργετικός
Headword (normalized):
εὐεργετικός
Headword (normalized/stripped):
ευεργετικος
IDX:
37044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37045
Key:
Data
{'content': 'productive of benefit, beneficent'}