Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐεπίψογος
Εὐεργέσια
εὐεργεσία
εὐεργεσίη
εὐεργέτας
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
εὐερία
εὐέρκεια
εὐερκής
View word page
εὐεργετητικός
beneficent
ShortDef
beneficent
Debugging
Headword:
εὐεργετητικός
Headword (normalized):
εὐεργετητικός
Headword (normalized/stripped):
ευεργετητικος
IDX:
37043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37044
Key:
Data
{'content': 'beneficent'}