Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεπιφορία
εὐεπίφορος
εὐεπιχείρητος
εὐεπίψογος
Εὐεργέσια
εὐεργεσία
εὐεργεσίη
εὐεργέτας
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
εὐερέθιστος
View word page
εὐεργέτης
a well-doer, benefactor

ShortDef

a well-doer, benefactor

Debugging

Headword:
εὐεργέτης
Headword (normalized):
εὐεργέτης
Headword (normalized/stripped):
ευεργετης
IDX:
37040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37041
Key:

Data

{'content': 'a well-doer, benefactor'}