Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεπιτήδευμα
εὐεπιφορία
εὐεπίφορος
εὐεπιχείρητος
εὐεπίψογος
Εὐεργέσια
εὐεργεσία
εὐεργεσίη
εὐεργέτας
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
εὐεργετικός
εὐεργέτις
εὐεργέω
εὐεργής
εὐεργός
Εὔεργος
View word page
εὐεργέτημα
a service done, kindness

ShortDef

a service done, kindness

Debugging

Headword:
εὐεργέτημα
Headword (normalized):
εὐεργέτημα
Headword (normalized/stripped):
ευεργετημα
IDX:
37039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37040
Key:

Data

{'content': 'a service done, kindness'}