Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεπιπόλαστος
εὐεπίσημος
εὐεπίστρεπτος
εὐεπίστροφος
εὐεπίτακτος
εὐεπίτευκτος
εὐεπιτήδευμα
εὐεπιφορία
εὐεπίφορος
εὐεπιχείρητος
εὐεπίψογος
Εὐεργέσια
εὐεργεσία
εὐεργεσίη
εὐεργέτας
εὐεργετέω
εὐεργέτημα
εὐεργέτης
εὐεργετητέον
εὐεργετητέος
εὐεργετητικός
View word page
εὐεπίψογος
open to censure

ShortDef

open to censure

Debugging

Headword:
εὐεπίψογος
Headword (normalized):
εὐεπίψογος
Headword (normalized/stripped):
ευεπιψογος
IDX:
37033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37034
Key:

Data

{'content': 'open to censure'}