Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
εὐεπίβολος
εὐεπιβούλευτος
εὐεπίβουλος
εὐεπίγνωστος
εὐεπίδεκτος
εὐεπίδρομος
εὐεπίθετος
εὐεπίληπτος
εὐεπιλόγιστος
εὐεπίμεικτος
εὐεπινόητος
εὐεπιπόλαστος
εὐεπίσημος
εὐεπίστρεπτος
εὐεπίστροφος
εὐεπίτακτος
εὐεπίτευκτος
εὐεπιτήδευμα
View word page
εὐεπίληπτος
open to censure

ShortDef

open to censure

Debugging

Headword:
εὐεπίληπτος
Headword (normalized):
εὐεπίληπτος
Headword (normalized/stripped):
ευεπιληπτος
IDX:
37019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37020
Key:

Data

{'content': 'open to censure'}