Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
εὐεπίβολος
εὐεπιβούλευτος
εὐεπίβουλος
εὐεπίγνωστος
εὐεπίδεκτος
εὐεπίδρομος
εὐεπίθετος
View word page
εὐεπής
well-speaking, eloquent, melodious
ShortDef
well-speaking, eloquent, melodious
Debugging
Headword:
εὐεπής
Headword (normalized):
εὐεπής
Headword (normalized/stripped):
ευεπης
IDX:
37008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37009
Key:
Data
{'content': 'well-speaking, eloquent, melodious'}