Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
εὐεπίβολος
εὐεπιβούλευτος
εὐεπίβουλος
εὐεπίγνωστος
εὐεπίδεκτος
εὐεπίδρομος
View word page
εὐεπηρέαστος
exposed to harm

ShortDef

exposed to harm

Debugging

Headword:
εὐεπηρέαστος
Headword (normalized):
εὐεπηρέαστος
Headword (normalized/stripped):
ευεπηρεαστος
IDX:
37007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37008
Key:

Data

{'content': 'exposed to harm'}