Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
εὐεπίβολος
εὐεπιβούλευτος
εὐεπίβουλος
View word page
εὐέπεια
beauty of language, eloquence
ShortDef
beauty of language, eloquence
Debugging
Headword:
εὐέπεια
Headword (normalized):
εὐέπεια
Headword (normalized/stripped):
ευεπεια
IDX:
37004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37005
Key:
Data
{'content': 'beauty of language, eloquence'}