Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
εὐεπίβολος
εὐεπιβούλευτος
View word page
εὐεπανόρθωτος
easy to correct

ShortDef

easy to correct

Debugging

Headword:
εὐεπανόρθωτος
Headword (normalized):
εὐεπανόρθωτος
Headword (normalized/stripped):
ευεπανορθωτος
IDX:
37003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37004
Key:

Data

{'content': 'easy to correct'}