Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
εὐεπίβολος
View word page
εὐεπακολούθητος
easy to follow

ShortDef

easy to follow

Debugging

Headword:
εὐεπακολούθητος
Headword (normalized):
εὐεπακολούθητος
Headword (normalized/stripped):
ευεπακολουθητος
IDX:
37002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37003
Key:

Data

{'content': 'easy to follow'}