Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
εὐεπίβλητος
View word page
εὐεπαίσθητος
easily feeling, sensitive
ShortDef
easily feeling, sensitive
Debugging
Headword:
εὐεπαίσθητος
Headword (normalized):
εὐεπαίσθητος
Headword (normalized/stripped):
ευεπαισθητος
IDX:
37001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37002
Key:
Data
{'content': 'easily feeling, sensitive'}