Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
εὐεπής
εὐεπίβατος
εὐεπίβλεπτος
View word page
εὐεπάγωγος
easy to lead on
ShortDef
easy to lead on
Debugging
Headword:
εὐεπάγωγος
Headword (normalized):
εὐεπάγωγος
Headword (normalized/stripped):
ευεπαγωγος
IDX:
37000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37001
Key:
Data
{'content': 'easy to lead on'}