Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
View word page
ἀγελαστί
without laughter

ShortDef

without laughter

Debugging

Headword:
ἀγελαστί
Headword (normalized):
ἀγελαστί
Headword (normalized/stripped):
αγελαστι
IDX:
369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-370
Key:

Data

{'content': 'without laughter'}