Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄβαι
ἀβακέω
ἀβακής
ἀβάκιον
ἀβακίσκος
ἀβακοειδής
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
Ἀβάλας
ἄβαλε
ἀβαμβάκευτος
Ἄβαντες
ἄβαξ
ἀβάπτιστος
ἄβαπτος
Ἀβαρβαρέη
ἀβαρβάριστος
ἀβαρής
ἄβαρις
Ἀβαρνίς
Ἄβας
View word page
ἀβαμβάκευτος
not seasoned
ShortDef
not seasoned
Debugging
Headword:
ἀβαμβάκευτος
Headword (normalized):
ἀβαμβάκευτος
Headword (normalized/stripped):
αβαμβακευτος
IDX:
36
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37
Key:
Data
{'content': 'not seasoned'}