Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
εὐεπηρέαστος
View word page
εὐεξία
a good habit of body, good state of health, high health

ShortDef

a good habit of body, good state of health, high health

Debugging

Headword:
εὐεξία
Headword (normalized):
εὐεξία
Headword (normalized/stripped):
ευεξια
IDX:
36997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36998
Key:

Data

{'content': 'a good habit of body, good state of health, high health'}