Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
εὐεπήκοος
View word page
εὐεξέταστος
easy to criticize

ShortDef

easy to criticize

Debugging

Headword:
εὐεξέταστος
Headword (normalized):
εὐεξέταστος
Headword (normalized/stripped):
ευεξεταστος
IDX:
36996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36997
Key:

Data

{'content': 'easy to criticize'}