Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
εὐεπαίσθητος
εὐεπακολούθητος
εὐεπανόρθωτος
εὐέπεια
εὐεπέκτατος
View word page
εὐεξέλκυστος
easily extracted

ShortDef

easily extracted

Debugging

Headword:
εὐεξέλκυστος
Headword (normalized):
εὐεξέλκυστος
Headword (normalized/stripped):
ευεξελκυστος
IDX:
36995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36996
Key:

Data

{'content': 'easily extracted'}