Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεμπτωσία
εὐέμπτωτος
εὐέμφρακτος
εὐένδοτος
εὐέντευκτος
εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
εὐεξέλεγκτος
εὐεξέλικτος
εὐεξέλκυστος
εὐεξέταστος
εὐεξία
εὐεξίλαστος
εὐέξοδος
εὐεπάγωγος
View word page
εὐεξαπάτητος
easily deceived

ShortDef

easily deceived

Debugging

Headword:
εὐεξαπάτητος
Headword (normalized):
εὐεξαπάτητος
Headword (normalized/stripped):
ευεξαπατητος
IDX:
36990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36991
Key:

Data

{'content': 'easily deceived'}