Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔελκτος
εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
εὐέμβλητος
εὐέμβολος
εὐέμετος
εὐέμπρηστος
εὐεμπτωσία
εὐέμπτωτος
εὐέμφρακτος
εὐένδοτος
εὐέντευκτος
εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
εὐεξάρτυτος
View word page
εὐέμφρακτος
easily obstructed

ShortDef

easily obstructed

Debugging

Headword:
εὐέμφρακτος
Headword (normalized):
εὐέμφρακτος
Headword (normalized/stripped):
ευεμφρακτος
IDX:
36982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36983
Key:

Data

{'content': 'easily obstructed'}