Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐελκής
εὔελκτος
εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
εὐέμβλητος
εὐέμβολος
εὐέμετος
εὐέμπρηστος
εὐεμπτωσία
εὐέμπτωτος
εὐέμφρακτος
εὐένδοτος
εὐέντευκτος
εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
εὐεξανάλωτος
εὐεξαπάτητος
εὐέξαπτος
View word page
εὐέμπτωτος
easily falling into

ShortDef

easily falling into

Debugging

Headword:
εὐέμπτωτος
Headword (normalized):
εὐέμπτωτος
Headword (normalized/stripped):
ευεμπτωτος
IDX:
36981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36982
Key:

Data

{'content': 'easily falling into'}