Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐέλαιος
εὐέλεγκτος
εὐέλικτος
εὐελκής
εὔελκτος
εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
εὐέμβλητος
εὐέμβολος
εὐέμετος
εὐέμπρηστος
εὐεμπτωσία
εὐέμπτωτος
εὐέμφρακτος
εὐένδοτος
εὐέντευκτος
εὐέντρεπτος
εὐέντροπος
εὐεξάγωγος
εὐεξάλειπτος
View word page
εὐέμετος
vomiting readily
ShortDef
vomiting readily
Debugging
Headword:
εὐέμετος
Headword (normalized):
εὐέμετος
Headword (normalized/stripped):
ευεμετος
IDX:
36978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36979
Key:
Data
{'content': 'vomiting readily'}