Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεκποίητος
εὐεκπόρθητος
εὐέκπτωτος
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
εὐεκτέω
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέκφορος
εὐεκχόλωτος
εὐέλαιος
εὐέλεγκτος
εὐέλικτος
εὐελκής
εὔελκτος
εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
εὐέμβλητος
εὐέμβολος
εὐέμετος
View word page
εὐέλαιος
rich in olive-trees

ShortDef

rich in olive-trees

Debugging

Headword:
εὐέλαιος
Headword (normalized):
εὐέλαιος
Headword (normalized/stripped):
ευελαιος
IDX:
36968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36969
Key:

Data

{'content': 'rich in olive-trees'}