Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐέκπλυτος
εὐεκποίητος
εὐεκπόρθητος
εὐέκπτωτος
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
εὐεκτέω
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέκφορος
εὐεκχόλωτος
εὐέλαιος
εὐέλεγκτος
εὐέλικτος
εὐελκής
εὔελκτος
εὔελπις
εὐελπιστία
εὐέμβατος
εὐέμβλητος
εὐέμβολος
View word page
εὐεκχόλωτος
easily made bilious

ShortDef

easily made bilious

Debugging

Headword:
εὐεκχόλωτος
Headword (normalized):
εὐεκχόλωτος
Headword (normalized/stripped):
ευεκχολωτος
IDX:
36967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36968
Key:

Data

{'content': 'easily made bilious'}