Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐέκκαυτος
εὐέκκριτος
εὐέκνιπτος
εὐεκπλήρωτος
εὐέκπλυτος
εὐεκποίητος
εὐεκπόρθητος
εὐέκπτωτος
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
εὐεκτέω
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέκφορος
εὐεκχόλωτος
εὐέλαιος
εὐέλεγκτος
εὐέλικτος
εὐελκής
εὔελκτος
εὔελπις
View word page
εὐεκτέω
to be in good condition

ShortDef

to be in good condition

Debugging

Headword:
εὐεκτέω
Headword (normalized):
εὐεκτέω
Headword (normalized/stripped):
ευεκτεω
IDX:
36963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36964
Key:

Data

{'content': 'to be in good condition'}