Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐείσβολος
εὐέκβατος
εὐεκκάθαρτος
εὐεκκαρτέρητος
εὐέκκαυτος
εὐέκκριτος
εὐέκνιπτος
εὐεκπλήρωτος
εὐέκπλυτος
εὐεκποίητος
εὐεκπόρθητος
εὐέκπτωτος
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
εὐεκτέω
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέκφορος
εὐεκχόλωτος
εὐέλαιος
εὐέλεγκτος
View word page
εὐεκπόρθητος
easily sacked

ShortDef

easily sacked

Debugging

Headword:
εὐεκπόρθητος
Headword (normalized):
εὐεκπόρθητος
Headword (normalized/stripped):
ευεκπορθητος
IDX:
36959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36960
Key:

Data

{'content': 'easily sacked'}