Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐείμων
εὔειρος
εὐείσβολος
εὐέκβατος
εὐεκκάθαρτος
εὐεκκαρτέρητος
εὐέκκαυτος
εὐέκκριτος
εὐέκνιπτος
εὐεκπλήρωτος
εὐέκπλυτος
εὐεκποίητος
εὐεκπόρθητος
εὐέκπτωτος
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
εὐεκτέω
εὐέκτης
εὐεκτικός
εὐέκφορος
εὐεκχόλωτος
View word page
εὐέκπλυτος
purging, relaxing

ShortDef

purging, relaxing

Debugging

Headword:
εὐέκπλυτος
Headword (normalized):
εὐέκπλυτος
Headword (normalized/stripped):
ευεκπλυτος
IDX:
36957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36958
Key:

Data

{'content': 'purging, relaxing'}