Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐείκαστος
εὔεικτος
εὐείλητος
εὔειλος
εὐειματέω
εὐείμων
εὔειρος
εὐείσβολος
εὐέκβατος
εὐεκκάθαρτος
εὐεκκαρτέρητος
εὐέκκαυτος
εὐέκκριτος
εὐέκνιπτος
εὐεκπλήρωτος
εὐέκπλυτος
εὐεκποίητος
εὐεκπόρθητος
εὐέκπτωτος
εὐεκπύρωτος
εὐέκρυπτος
View word page
εὐεκκαρτέρητος
easy to endure

ShortDef

easy to endure

Debugging

Headword:
εὐεκκαρτέρητος
Headword (normalized):
εὐεκκαρτέρητος
Headword (normalized/stripped):
ευεκκαρτερητος
IDX:
36952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36953
Key:

Data

{'content': 'easy to endure'}