Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐείδεια
εὐειδής
εὐείκαστος
εὔεικτος
εὐείλητος
εὔειλος
εὐειματέω
εὐείμων
εὔειρος
εὐείσβολος
εὐέκβατος
εὐεκκάθαρτος
εὐεκκαρτέρητος
εὐέκκαυτος
εὐέκκριτος
εὐέκνιπτος
εὐεκπλήρωτος
εὐέκπλυτος
View word page
εὐείμων
well-robed

ShortDef

well-robed

Debugging

Headword:
εὐείμων
Headword (normalized):
εὐείμων
Headword (normalized/stripped):
ευειμων
IDX:
36947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36948
Key:

Data

{'content': 'well-robed'}