Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐέγρετος
εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐείδεια
εὐειδής
εὐείκαστος
εὔεικτος
εὐείλητος
εὔειλος
εὐειματέω
εὐείμων
εὔειρος
εὐείσβολος
εὐέκβατος
εὐεκκάθαρτος
εὐεκκαρτέρητος
εὐέκκαυτος
εὐέκκριτος
εὐέκνιπτος
εὐεκπλήρωτος
View word page
εὐειματέω
to be well-dressed

ShortDef

to be well-dressed

Debugging

Headword:
εὐειματέω
Headword (normalized):
εὐειματέω
Headword (normalized/stripped):
ευειματεω
IDX:
36946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36947
Key:

Data

{'content': 'to be well-dressed'}