Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔδρομος
εὔδροσος
εὐδύναμος
εὐδυσώπητος
εὕδω
Εὐδώρη
εὐδώρητος
Εὔδωρος
εὔδωρος
εὐέανος
εὐέγρετος
εὐεγχής
εὔεδρος
εὐέθειρα
εὐείδεια
εὐειδής
εὐείκαστος
εὔεικτος
εὐείλητος
εὔειλος
εὐειματέω
View word page
εὐέγρετος
easily aroused, stimulated

ShortDef

easily aroused, stimulated

Debugging

Headword:
εὐέγρετος
Headword (normalized):
εὐέγρετος
Headword (normalized/stripped):
ευεγρετος
IDX:
36936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36937
Key:

Data

{'content': 'easily aroused, stimulated'}