Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
Εὔδοξος
εὔδοξος
εὔδουλος
εὐδρακής
εὐδράνεια
εὐδρανής
εὐδρομέω
εὐδρομία
εὐδρομίας
εὔδρομος
εὔδροσος
εὐδύναμος
εὐδυσώπητος
εὕδω
View word page
εὐδρακής
sharp-sighted

ShortDef

sharp-sighted

Debugging

Headword:
εὐδρακής
Headword (normalized):
εὐδρακής
Headword (normalized/stripped):
ευδρακης
IDX:
36920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36921
Key:

Data

{'content': 'sharp-sighted'}