Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
Εὔδοξος
εὔδοξος
εὔδουλος
εὐδρακής
εὐδράνεια
εὐδρανής
εὐδρομέω
εὐδρομία
εὐδρομίας
εὔδρομος
εὔδροσος
εὐδύναμος
εὐδυσώπητος
View word page
εὔδουλος
good to one's slaves

ShortDef

good to one's slaves

Debugging

Headword:
εὔδουλος
Headword (normalized):
εὔδουλος
Headword (normalized/stripped):
ευδουλος
IDX:
36919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36920
Key:

Data

{'content': "good to one's slaves"}