Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλικάκαβον
Ἁλικαρνασσεύς
Ἁλικαρνασσόθεν
Ἁλικαρνασσός
ἁλίκλυστος
ἀλίκμητος
ἁλικνήμις
ἁλίκρας
ἁλικρείων
ἁλικρήπις
ἁλικρόκαλος
ἁλίκτυπος
Ἁλικυαῖος
ἁλικύμων
Ἀλιλάτ
ἁλιμέδων
ἀλιμενία
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἄλιμος
ἅλιμος
View word page
ἁλικρόκαλος
shingly, pebbly
ShortDef
shingly, pebbly
Debugging
Headword:
ἁλικρόκαλος
Headword (normalized):
ἁλικρόκαλος
Headword (normalized/stripped):
αλικροκαλος
IDX:
3691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3692
Key:
Data
{'content': 'shingly, pebbly'}