Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
Εὔδοξος
εὔδοξος
εὔδουλος
εὐδρακής
εὐδράνεια
εὐδρανής
εὐδρομέω
εὐδρομία
View word page
εὐδοκουμένως
satisfactorily

ShortDef

satisfactorily

Debugging

Headword:
εὐδοκουμένως
Headword (normalized):
εὐδοκουμένως
Headword (normalized/stripped):
ευδοκουμενως
IDX:
36914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36915
Key:

Data

{'content': 'satisfactorily'}