Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔδιφρος
ἐύδματος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
Εὔδοξος
εὔδοξος
εὔδουλος
εὐδρακής
εὐδράνεια
εὐδρανής
View word page
εὐδοκιμίζω
nobilito
ShortDef
nobilito
Debugging
Headword:
εὐδοκιμίζω
Headword (normalized):
εὐδοκιμίζω
Headword (normalized/stripped):
ευδοκιμιζω
IDX:
36912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36913
Key:
Data
{'content': 'nobilito'}