Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
ἐύδματος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
Εὔδοξος
εὔδοξος
εὔδουλος
View word page
εὐδοκιμάζω
choose, select

ShortDef

choose, select

Debugging

Headword:
εὐδοκιμάζω
Headword (normalized):
εὐδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
ευδοκιμαζω
IDX:
36909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36910
Key:

Data

{'content': 'choose, select'}