Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
ἐύδματος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
Εὔδοξος
εὔδοξος
View word page
εὐδοκία
satisfaction, approval

ShortDef

satisfaction, approval

Debugging

Headword:
εὐδοκία
Headword (normalized):
εὐδοκία
Headword (normalized/stripped):
ευδοκια
IDX:
36908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36909
Key:

Data

{'content': 'satisfaction, approval'}